- οπιπεύω
- ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α)1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.)2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν ὀπιπευθεῑσαι ἔπεσσιν», Μαν.)4. προσβλέπω με φόβο («τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας», Ομ. Ιλ.)5. μέσ. ὀπιπεύομαιέχω τον νου μου, αγρυπνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπιπεύω αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *ὀπῑπή, το οποίο απαντά ως β' συνθετικό στη λ. παρθεν-οπῖπα (πρβλ. και τη γλώσσα τού Ησύχ. ὀπίπαἐξαπατᾷ, ἀπατέων ἤἀπατῶν). Ο τ. *ὀπ-ῑπ-ή, κατά μία άποψη, εμφανίζει τη ρίζα *okw- «βλέπω», με διπλασιασμό (πρβλ. οπ-ωπ-ή), ενώ το -ῑ- μπορεί να παραβληθεί με το αντίστοιχο φωνήεν τού αρχ. ινδ. īksate «βλέπει». Σύμφωνα με άλλη άποψη, τέλος, η λ. ανάγεται σε τ. *opi-ә3kw, σύνθ. με το προρρηματικό ὀπι- (βλ. λ. όπισθεν) και με τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *okw- «βλέπω» (βλ. λ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.